- κατάπονος
- κατάπονος, -ον (Α)1. καταπονημένος, κουρασμένος, κατάκοπος2. εξασθενημένος, εξαντλημένος3. (για ποίηση ή έργα τέχνης) επεξεργασμένος4. επίπονος, κουραστικός.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + -πονος (< πόνος), πρβλ. επί-πονος, σύμ-πονος].
Dictionary of Greek. 2013.